- δυστρόπου
- δύστροποςill-conditionedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυστροπία — και δυστροπιά, η (AM δυστροπία) η ιδιότητα τού δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. απροθυμία, αποφυγή … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
ζιμπελίνα — Σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών, της τάξης των σχιστοπόδων. Μεγάλος αριθμός των ζ., μήκους περίπου 65 εκ. (το 1/3 καταλαμβάνει μόνο η ουρά), ζούσε τον 19ο αι. στα δάση της Σιβηρίας τρώγοντας μικρά ζώα και φρούτα. Το αδιάκοπο όμως… … Dictionary of Greek
Μέισφιλντ, Τζον — (John Masefield, 1878 – 1967). Άγγλος συγγραφέας και ποιητής. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως ναύτης. Το 1897 επέστρεψε στην Αγγλία και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έγραψε αξιόλογες ποιητικές συλλογές, όπως οι Θαλασσινές μπαλάντες… … Dictionary of Greek
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek